πλοηγός

πλοηγός
ο
αυτός που οδηγεί το πλοίο από επικίνδυνα περάσματα, πιλότος: Η είσοδος των πλοίων σε μεγάλα λιμάνια γίνεται με τη βοήθεια πλοηγών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλοηγός — ο, Ν 1. ναυτ. πλοίαρχος τού εμπορικού ναυτικού ο οποίος έχει διοριστεί, μετά από εξετάσεις, σε ένα λιμάνι για να εκτελεί την πλοήγηση τών πλοίων στο λιμάνι αυτό 2. βοηθητικό σύγγραμμα για τους ναυτιλλομένους, το οποίο ανανεώνεται περιοδικά, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • πλοηγώ — έω, Ν [πλοηγός] 1. είμαι πλοηγός, εκτελώ το έργο τού πλοηγού 2. οδηγώ πλοίο κοντά στις ακτές ή διά μέσου στενών θαλάσσιων διόδων ή εντός λιμένα, κν. πιλοτάρω 3. μτφ. οδηγώ κάποιον και τόν βοηθώ να βγει από μια δύσκολη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • αυτόματος πιλότος — Σύστημα αυτόματης κατεύθυνσης, εγκατεστημένο σε βαλλιστικά βλήματα και αεροπλάνα, και χρησιμοποιούμενο, μαζί με άλλες αυτόματες συσκευές, ακόμα και σε υποβρύχια και σκάφη επιφάνειας. Χρησιμοποιείται επίσης για την κατεύθυνση των τορπιλών. Τον… …   Dictionary of Greek

  • Τζαρδής — Επώνυμο αγωνιστών από την Κρήτη. 1. Εμμανουήλ. Ναυτικός από τα Σφακιά, πλοηγός των καταδρομικών πλοίων της Ελλάδας στην Kρητική επανάσταση του 1866. Αρχικά έφερνε από τα Αντικύθηρα πολεμοφόδια, που τα ξεφόρτωνε στα κρητικά παράλια. Αργότερα έγινε …   Dictionary of Greek

  • Antonio Millo — Antonio Millo, active during 1557 1590, was captain and chartographer with significant work in map making [Johannes Leonclavius, Annales Sultanorum Othmanidarum, 1588 « […] senex multarum rerum peritus. Antonius Meliensis, Graeco parte natus in… …   Wikipedia

  • ηγεμόνας — ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) [ηγούμαι] 1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής 2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης …   Dictionary of Greek

  • λοχαγός — ο (AM λοχαγός, Μ και λογχαγός και λόγχαγος) διοικητής λόχου στρατιωτών («οἱ δὲ ἄλλοι... ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶος εἴη, τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν..., ὅπου δ αὖ λοχαγὸς σῶος εἴη, τὸν λοχαγόν», Ξεν.) νεοελλ. στρατ. ο αξιωματικός που φέρει τον ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • παραχώρηση — η / παραχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παραχωρώ] 1. η εκούσια εκχώρηση από κάποιον ενός πράγματος ή δικαιώματος σε άλλον 2. η ανοχή τού κακού εκ μέρους τού Θεού από σεβασμό προς την ελευθερία τού ατόμου και για λόγους παιδευτικούς προς διευκόλυνση τής… …   Dictionary of Greek

  • πιλοτάρω — Ν·1. κατευθύνω πλοίο ως πιλότος, ως πλοηγός 2. κυβερνώ, διευθύνω με τους απαραίτητους χειρισμούς αεροσκάφος ή όχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pilotare (βλ. λ. πιλότος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”